- πισσῶ
- πισσόομαιpres subj act 1st sgπισσόομαιpres ind act 1st sgπισσόωpitch overpres subj act 1st sgπισσόωpitch overpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πίσσω — πισσόομαι pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) πισσόομαι imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) πισσόω pitch over pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) πισσόω pitch over imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιττῶ — πισσῶ , πισσόομαι pres subj act 1st sg πισσῶ , πισσόομαι pres ind act 1st sg πισσῶ , πισσόω pitch over pres subj act 1st sg πισσῶ , πισσόω pitch over pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πισσώνω — πισσῶ, όω, ΝΑ, αττ. τ. πιττῶ, όω Α [πίσσα:] χρίω, αλείφω κάτι με πίσσα, κατραμώνω («πισσοῡν τὰς ὀροφάς», επιγρ.) αρχ. 1. επιχρίω ορειχάλκινα αγάλματα με πίσσα προκειμένου να κατασκευάσω τις μήτρες, τα καλούπια τους, ή αλείφω με πίσσα ορειχάλκινα… … Dictionary of Greek
απίσσωτος — η, ο (Α ἀπίσσωτος, ον) αυτός που δεν έχει αλειφθεί με πίσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + πισσώ ( όω) < πίσσα] … Dictionary of Greek
ευπίσσωτος — εὐπίσσωτος, ον (Μ) αυτός που είναι καλά αλειμμένος με πίσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πισσώ «αλείφω με πίσσα» (< πίσσα)] … Dictionary of Greek
καταπισσώ — καταπισσῶ, όω και αττ. τ. καταπιττῶ, όω (Α) 1. καλύπτω με πίσσα, πισσώνω 2. μτφ. χρωματίζω κάποιον με μαύρο χρώμα, μαυρίζω 3. αλείφω με πίσσα και καίω κάποιον για τιμωρία 4. αλείφω με πίσσα το δέρμα για να κάνω αποτρίχωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) *… … Dictionary of Greek
ολκαδοπιττωτής — ὁλκαδοπιττωτής, ὁ (Α) αυτός που αλείφει με πίσσα τις ολκάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλκάς, άδος + πιττωτής, αττ. τ. τού πισσωτής (< πισσῶ < πίσσα)] … Dictionary of Greek
πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… … Dictionary of Greek
πίσσωση — η / πίσσωσις, εως, ΝΜΑ, αττ. τ. πίττωσις Α [πισσώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πισσώνω, επίχριση με πίσσα, πίσσωμα … Dictionary of Greek
περιπισσώ — και αττ. τ. περιπιττῶ, όω, Α (κατά τον Ησύχ.) «περικωνῶ». [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πισσῶ (< πίσσα)] … Dictionary of Greek